- εἰσαλείφω
- εἰσᾰλείφω,A smear or rub in,
ἐς τὸ στόμα τῶν ὑστερέων Hp.Nat.Mul. 9
; anoint, Aristid.2.292 J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐς τὸ στόμα τῶν ὑστερέων Hp.Nat.Mul. 9
; anoint, Aristid.2.292 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εισαλείφω — εἰσαλείφω (Α) αλείφω εσωτερικώς … Dictionary of Greek
αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα … Dictionary of Greek
εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… … Dictionary of Greek